- τιθεῖσαι
- τίθημιppres part act fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρίβος — η, ΝΜΑ και τρίβος, ὁ, Α 1. πολυσύχναστος δρόμος, δημόσιος δρόμος («ἑτοιμάσατε τήν ὁδὸν τοῡ κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους τοῦ Θεοῦ ἡμῶν», ΠΔ) 2. (γενικά) δρόμος αρχ. 1. δρόμος που έχει πατηθεί 2. τριβή, προστριβή («τρίβος κρηπῑδος», Αρετ.) 3 … Dictionary of Greek
τιθεῖσ' — τιθεῖσα , τίθημι p pres part act fem nom/voc sg τιθεῖσι , τίθημι p pres part act masc/neut dat pl τιθεῖσι , τίθημι p pres ind act 3rd pl (ionic) τιθεῖσαι , τίθημι p pres part act fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)